- κνισάεσσα
- κνῑσά̱εσσα , κνισήειςfull of the steam of burnt sacrificefem nom/voc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνισήεις — κνισήεις, εσσα, εν, δωρ. τ. κνησάεις, εσσα, εν (Α) [κνίσα] γεμάτος κνίσα θυμάτων που καίγονται («μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ ἀέθλοις», Πίνδ.) … Dictionary of Greek